προδίκασε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προδίκασε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος προδικάζω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος προδικάζω
προδίκασε