προειδοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προειδοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος προειδοποιώ
Ρήμα
[επεξεργασία]προειδοποιούμαι
- με προειδοποιούν, είμαι προειδοποιημένος
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προειδοποιούμαι | προειδοποιούμουν | θα προειδοποιούμαι | να προειδοποιούμαι | ||
β' ενικ. | προειδοποιείσαι | προειδοποιούσουν | θα προειδοποιείσαι | να προειδοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | προειδοποιείται | προειδοποιούνταν | θα προειδοποιείται | να προειδοποιείται | ||
α' πληθ. | προειδοποιούμαστε | προειδοποιούμασταν προειδοποιούμαστε |
θα προειδοποιούμαστε | να προειδοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | προειδοποιείστε | προειδοποιούσασταν προειδοποιούσαστε |
θα προειδοποιείστε | να προειδοποιείστε | προειδοποιείστε | |
γ' πληθ. | προειδοποιούνται | προειδοποιούνταν | θα προειδοποιούνται | να προειδοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προειδοποιήθηκα | θα προειδοποιηθώ | να προειδοποιηθώ | προειδοποιηθεί | ||
β' ενικ. | προειδοποιήθηκες | θα προειδοποιηθείς | να προειδοποιηθείς | προειδοποιήσου | ||
γ' ενικ. | προειδοποιήθηκε | θα προειδοποιηθεί | να προειδοποιηθεί | |||
α' πληθ. | προειδοποιηθήκαμε | θα προειδοποιηθούμε | να προειδοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | προειδοποιηθήκατε | θα προειδοποιηθείτε | να προειδοποιηθείτε | προειδοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | προειδοποιήθηκαν προειδοποιηθήκαν(ε) |
θα προειδοποιηθούν(ε) | να προειδοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προειδοποιηθεί | είχα προειδοποιηθεί | θα έχω προειδοποιηθεί | να έχω προειδοποιηθεί | προειδοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις προειδοποιηθεί | είχες προειδοποιηθεί | θα έχεις προειδοποιηθεί | να έχεις προειδοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει προειδοποιηθεί | είχε προειδοποιηθεί | θα έχει προειδοποιηθεί | να έχει προειδοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προειδοποιηθεί | είχαμε προειδοποιηθεί | θα έχουμε προειδοποιηθεί | να έχουμε προειδοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε προειδοποιηθεί | είχατε προειδοποιηθεί | θα έχετε προειδοποιηθεί | να έχετε προειδοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προειδοποιηθεί | είχαν προειδοποιηθεί | θα έχουν προειδοποιηθεί | να έχουν προειδοποιηθεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προειδοποιούμαι
|