προειδοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προειδοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προειδοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
προειδοποιημένος, -η, -ο
- που έχει προειδοποιηθεί