προπωλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προπωλέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
προπωλέω, συνηρημένο προπωλῶ
- πουλώ ως μεσίτης άλλου
προπωλέω, συνηρημένο προπωλῶ