προσγέλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσγέλιον < αρχαία ελληνική προσγελάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προσγέλιον ουδέτερο
- (κυπριακά) η φιλοφρόνηση
Πηγές[επεξεργασία]
- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.