προσγελάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσγελάω < προσ- + γελάω

προσγελάω

  1. κοιτάζω προς κάποιον και γελάω
  2. (μεταφορικά) ευχαριστώ, τέρπω