προσγελάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσγελάω < προσ- + γελάω

Ρήμα[επεξεργασία]

προσγελάω

  1. κοιτάζω προς κάποιον και γελάω
  2. (μεταφορικά) ευχαριστώ, τέρπω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]