προσδένομαι στο άρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσδένομαι στο άρμα : → δείτε τις λέξεις προσδένομαι και άρμα
Έκφραση[επεξεργασία]
προσδένομαι στο άρμα
- (μεταφορικά): λέγεται σε περιπτώσεις υιοθεσίας - αποδοχής αρχών ή επιχειρημάτων κάποιου.
- (πολιτική): στη πολιτική σκηνή λέγεται για πολιτικό πρόσωπο που προσχωρεί σε άλλο κόμμα.
- στον καλλιτεχνικό χώρο λέγεται για εκείνον (ηθοποιό, τραγουδιστή, μουσικό κ.λπ.) που αλλάζει θίασο ή καλλιτεχνικό σχήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προσδένομαι στο άρμα
|