προσκόμισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσκόμισις < προσκομί(ζω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προσκόμισις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]