προσλαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προσλαλώ < ελληνιστική κοινή προσλαλέω < πρός + λαλέω

προσλαλώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]