προφυλακίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προφυλακίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προφυλακίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προφυλακίζομαι | προφυλακιζόμουν(α) | θα προφυλακίζομαι | να προφυλακίζομαι | ||
β' ενικ. | προφυλακίζεσαι | προφυλακιζόσουν(α) | θα προφυλακίζεσαι | να προφυλακίζεσαι | (προφυλακίζου) | |
γ' ενικ. | προφυλακίζεται | προφυλακιζόταν(ε) | θα προφυλακίζεται | να προφυλακίζεται | ||
α' πληθ. | προφυλακιζόμαστε | προφυλακιζόμαστε προφυλακιζόμασταν |
θα προφυλακιζόμαστε | να προφυλακιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προφυλακίζεστε | προφυλακιζόσαστε προφυλακιζόσασταν |
θα προφυλακίζεστε | να προφυλακίζεστε | (προφυλακίζεστε) | |
γ' πληθ. | προφυλακίζονται | προφυλακίζονταν προφυλακιζόντουσαν |
θα προφυλακίζονται | να προφυλακίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προφυλακίστηκα | θα προφυλακιστώ | να προφυλακιστώ | προφυλακιστεί | ||
β' ενικ. | προφυλακίστηκες | θα προφυλακιστείς | να προφυλακιστείς | προφυλακίσου | ||
γ' ενικ. | προφυλακίστηκε | θα προφυλακιστεί | να προφυλακιστεί | |||
α' πληθ. | προφυλακιστήκαμε | θα προφυλακιστούμε | να προφυλακιστούμε | |||
β' πληθ. | προφυλακιστήκατε | θα προφυλακιστείτε | να προφυλακιστείτε | προφυλακιστείτε | ||
γ' πληθ. | προφυλακίστηκαν προφυλακιστήκαν(ε) |
θα προφυλακιστούν(ε) | να προφυλακιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προφυλακιστεί | είχα προφυλακιστεί | θα έχω προφυλακιστεί | να έχω προφυλακιστεί | προφυλακισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προφυλακιστεί | είχες προφυλακιστεί | θα έχεις προφυλακιστεί | να έχεις προφυλακιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προφυλακιστεί | είχε προφυλακιστεί | θα έχει προφυλακιστεί | να έχει προφυλακιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προφυλακιστεί | είχαμε προφυλακιστεί | θα έχουμε προφυλακιστεί | να έχουμε προφυλακιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προφυλακιστεί | είχατε προφυλακιστεί | θα έχετε προφυλακιστεί | να έχετε προφυλακιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προφυλακιστεί | είχαν προφυλακιστεί | θα έχουν προφυλακιστεί | να έχουν προφυλακιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προφυλακίζομαι
|