προϋπολογίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
προϋπολογίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προϋπολογίζω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προϋπολογίζομαι | προϋπολογιζόμουν(α) | θα προϋπολογίζομαι | να προϋπολογίζομαι | ||
β' ενικ. | προϋπολογίζεσαι | προϋπολογιζόσουν(α) | θα προϋπολογίζεσαι | να προϋπολογίζεσαι | (προϋπολογίζου) | |
γ' ενικ. | προϋπολογίζεται | προϋπολογιζόταν(ε) | θα προϋπολογίζεται | να προϋπολογίζεται | ||
α' πληθ. | προϋπολογιζόμαστε | προϋπολογιζόμαστε προϋπολογιζόμασταν |
θα προϋπολογιζόμαστε | να προϋπολογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προϋπολογίζεστε | προϋπολογιζόσαστε προϋπολογιζόσασταν |
θα προϋπολογίζεστε | να προϋπολογίζεστε | (προϋπολογίζεστε) | |
γ' πληθ. | προϋπολογίζονται | προϋπολογίζονταν προϋπολογιζόντουσαν |
θα προϋπολογίζονται | να προϋπολογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προϋπολογίστηκα | θα προϋπολογιστώ | να προϋπολογιστώ | προϋπολογιστεί | ||
β' ενικ. | προϋπολογίστηκες | θα προϋπολογιστείς | να προϋπολογιστείς | προϋπολογίσου | ||
γ' ενικ. | προϋπολογίστηκε | θα προϋπολογιστεί | να προϋπολογιστεί | |||
α' πληθ. | προϋπολογιστήκαμε | θα προϋπολογιστούμε | να προϋπολογιστούμε | |||
β' πληθ. | προϋπολογιστήκατε | θα προϋπολογιστείτε | να προϋπολογιστείτε | προϋπολογιστείτε | ||
γ' πληθ. | προϋπολογίστηκαν προϋπολογιστήκαν(ε) |
θα προϋπολογιστούν(ε) | να προϋπολογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προϋπολογιστεί | είχα προϋπολογιστεί | θα έχω προϋπολογιστεί | να έχω προϋπολογιστεί | προϋπολογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προϋπολογιστεί | είχες προϋπολογιστεί | θα έχεις προϋπολογιστεί | να έχεις προϋπολογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προϋπολογιστεί | είχε προϋπολογιστεί | θα έχει προϋπολογιστεί | να έχει προϋπολογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προϋπολογιστεί | είχαμε προϋπολογιστεί | θα έχουμε προϋπολογιστεί | να έχουμε προϋπολογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προϋπολογιστεί | είχατε προϋπολογιστεί | θα έχετε προϋπολογιστεί | να έχετε προϋπολογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προϋπολογιστεί | είχαν προϋπολογιστεί | θα έχουν προϋπολογιστεί | να έχουν προϋπολογιστεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προϋπολογίζομαι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- προϋπολογίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προϋπολογίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)