πταισματοδικεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πταισματοδικεῖον (μαρτυρείται από το 1833) [1] < → και δείτε τη λέξη πταισματοδικείο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πταισματοδικεῖον, -ου ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 868, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου