ροιάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ροιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ροιάς θηλυκό, είδος του φυτικού βασιλείου, μήκων η ροιάς κοιν. παπαρούνα.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]