σήμερον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σήμερον: σχετικό του ἡμέρα, αττικός τύποςτήμερον, δωρικός τύποςσάμερον < πρόθημα κι- (ἐ-κεῖ) + ἡμέρα > κι-άμερον > σήμερον

Επίρρημα[επεξεργασία]

σήμερον (χρονικό επίρρημα)

Πηγές[επεξεργασία]