σίκλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σίκλα < αρχαία ελληνική σίκλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σίκλα θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  • "Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαίαν και την νέαν ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων και τινών άλλων υπομνημάτων αυτοσχέδιος συναγωγή, Τόμος 2, Εν Παρισίοις 1829, σελ. 162