σαρκοειδώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
σαρκοειδώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σαρκοείδωση
- εναλλακτικά: σαρκοείδωσης
σαρκοειδώσεως θηλυκό