σβήνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβήνομαι < σβήνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σβήνομαι

  1. με σβήνουν
  2. (μεταφορικά) χάνομαι, εξαφανίζομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]