σηκώνω κεφάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σηκώνω κεφάλι, < → δείτε τις λέξεις σηκώνω και κεφάλι.

Έκφραση[επεξεργασία]

σηκώνω κεφάλι

  • αυθαδιάζω, επαναστατώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]