σηκώνω τους ώμους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
σηκώνω τους ώμους (el) και ανασηκώνω τους ώμους
- δεν γνωρίζω
- έκανα ότι μπορούσα (ή όχι), απέτυχα και τα παρατ(α)ώ
- δεν μπορώ ή δεν θέλω να βοηθήσω
- αδιαφορώ