αμφιβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφιβάλλω < αρχαία ελληνική ἀμφιβάλλω < ἀμφι- (αμφι-) + βάλλω.
Ρήμα[επεξεργασία]
αμφιβάλλω, πρτ.: αμφέβαλλα, στ.μέλλ.: θα αμφιβάλω, αόρ.: αμφέβαλα
- (+ για + αιτιατική) διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για το αν κάτι είναι πρέπον, ορθό ή καλό κ.λ.π