σιάλωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σιάλωσις (μαρτυρείται από το 1873) [1] < → και δείτε τη λέξη σιάλωση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σιάλωσις, -εως θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 903, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου