σικχαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σιχαίνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σικχαίνω < σικχ(ός) + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σικχαίνω (ελληνιστική κοινή) (και στη μέση φωνή με την ίδια σημασία: σικχαίνομαι)

  • σιχαίνομαι, αποστρέφομαι
    ※  3ος↑ αιώνας Καλλίμαχος στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 12ο, επίγραμμα 43 Ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν, οὐδὲ κελεύθῳ, Καλλιμάχου
    Ἐχθαίρω τὸ ποίημα τὸ κυκλικόν, οὐδὲ κελεύθῳ χαίρω, τίς πολλοὺς ὧδε καὶ ὧδε φέρει.
    Μισῶ καὶ περίφοιτον ἐρώμενον, οὐδ᾽ ἀπὸ κρήνης πίνω• σικχαίνω πάντα τὰ δημόσια.
    Λυσανίη, σὺ δὲ ναίχι καλὸς καλός – ἀλλὰ πρὶν εἰπεῖν τοῦτο σαφῶς, Ἠχώ φησί τις· «Ἄλλος ἔχει.»
    Αντιπαθώ τις επικές σειρές, και οι δρόμοι όπου πλήθη πάνε κι έρχονται δεν μου αρέσουν.
    Μισώ και τον ωραίο με τους χιλιάδες θαυμαστές· από δημόσια κρήνη δεν πίνω. Σιχαίνομαι όλα τα κοινά και τα κοινόχρηστα.
    Ωραίος είσαι Λυσανία κι εσύ, ναι ωραίος! Και όμως, πριν προλάβω να το πω κάποιος αντίλαλος από μακριά μου λέει ότι σε έχει άλλος κι όχι εγώ.
    Μετάφραση: Θ. Δ. Παπαγγελής, @greek-language.gr
    ※  3ος/4ος↓ αιώνας Ευσέβιος Καισαρείας, Demonstratio Evangelica, 7.1.46, @scaife.perseus
    καὶ ὁ Ἀκύλας “ἐγκαταλειφθήσεται ἡ χθὼν, ἣν σὺ σικχαίνεις, ἀπὸ προσώπου τῶν δύο βασιλέων αὐτῆς.”

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]