σκαντζάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαντζάρω < σκάντζα
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαντζάρω
- (ναυτικός όρος): αλλάζω, αντικαθιστώ
- σκαντζάρω βάρδια (= αναλαμβάνω ή παραδίδω βάρδια), θα σκαντζάρω τον ναύτη στο τιμόνι για να πάει να ξυπνήσει τον ασυρματιστή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαντζάρω
|