σμυγερῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμυγερῶς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα[επεξεργασία]
σμυγερῶς
- επίπονα, κοπιαστικά
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.380, @scaife.perseus
- ἄτην οὐ σμυγερῶς δεινῶν ὕπερ, οἷα ἔοργα,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.380, @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σμυγερός
Πηγές[επεξεργασία]
- σμυγερῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.