σουρτούκεψε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σουρτούκεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος σουρτουκεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σουρτουκεύω