σουσουμιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σουσουμιάζω (στον Κριαρά απαντά και σουσσουμοιάζω)
- που μοιάζω σε σένα ή σε κάποιον, που έχω τα χαρακτηριστικά σου
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αγγελοσουσουμίαστος (που έχει τα χαρακτηριστικά αγγέλου)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουσουμιάζω | σουσούμιαζα | θα σουσουμιάζω | να σουσουμιάζω | σουσουμιάζοντας | |
β' ενικ. | σουσουμιάζεις | σουσούμιαζες | θα σουσουμιάζεις | να σουσουμιάζεις | σουσούμιαζε | |
γ' ενικ. | σουσουμιάζει | σουσούμιαζε | θα σουσουμιάζει | να σουσουμιάζει | ||
α' πληθ. | σουσουμιάζουμε | σουσουμιάζαμε | θα σουσουμιάζουμε | να σουσουμιάζουμε | ||
β' πληθ. | σουσουμιάζετε | σουσουμιάζατε | θα σουσουμιάζετε | να σουσουμιάζετε | σουσουμιάζετε | |
γ' πληθ. | σουσουμιάζουν(ε) | σουσούμιαζαν σουσουμιάζαν(ε) |
θα σουσουμιάζουν(ε) | να σουσουμιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουσούμιασα | θα σουσουμιάσω | να σουσουμιάσω | σουσουμιάσει | ||
β' ενικ. | σουσούμιασες | θα σουσουμιάσεις | να σουσουμιάσεις | σουσούμιασε | ||
γ' ενικ. | σουσούμιασε | θα σουσουμιάσει | να σουσουμιάσει | |||
α' πληθ. | σουσουμιάσαμε | θα σουσουμιάσουμε | να σουσουμιάσουμε | |||
β' πληθ. | σουσουμιάσατε | θα σουσουμιάσετε | να σουσουμιάσετε | σουσουμιάστε | ||
γ' πληθ. | σουσούμιασαν σουσουμιάσαν(ε) |
θα σουσουμιάσουν(ε) | να σουσουμιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουσουμιάσει | είχα σουσουμιάσει | θα έχω σουσουμιάσει | να έχω σουσουμιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουσουμιάσει | είχες σουσουμιάσει | θα έχεις σουσουμιάσει | να έχεις σουσουμιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουσουμιάσει | είχε σουσουμιάσει | θα έχει σουσουμιάσει | να έχει σουσουμιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουσουμιάσει | είχαμε σουσουμιάσει | θα έχουμε σουσουμιάσει | να έχουμε σουσουμιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουσουμιάσει | είχατε σουσουμιάσει | θα έχετε σουσουμιάσει | να έχετε σουσουμιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουσουμιάσει | είχαν σουσουμιάσει | θα έχουν σουσουμιάσει | να έχουν σουσουμιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουσουμιάζω
|