σοχπέτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοχπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sohbet (συζήτηση) < περσική صحبت (sohbat, συζήτηση) < αραβική صحبة (ṣuḥba)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοχπέτι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοχπέτι
|