σούπερ μάρκετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σούπερ μάρκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική supermarket

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σούπερ μάρκετ ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]