σπερματόφυτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερματόφυτα < σπέρμα και φυτό λατ. spermatophyta
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπερματόφυτα ουδέτερο
συνομοταξία φυτών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματόφυτα