σπουδαίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπουδαίως < σπουδαῖ(ος) + -ως

Επίρρημα[επεξεργασία]

σπουδαίως, συγκριτικός:σπουδαιότερον/σπουδαιοτέρως, υπερθετικός: σπουδαιότατα

Πηγές[επεξεργασία]