στατική μεταβλητή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στατική μεταβλητή
- (προγραμματισμός) είναι τοπική μεταβλητή σε συνάρτηση (ή υποπρόγραμμα) και έχει την ιδιότητα να κρατά την τιμή της και να μην αρχικοποιείται όταν καλείται εκ νέου η συνάρτηση, όπως γίνεται με τις κοινές τοπικές μεταβλητές. Ορίζεται με τη λέξη κλειδί (keyword)
static
.[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στατική μεταβλητή κλάσης (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στατική μεταβλητή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C, σελ. 104, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:2019.09.22