στουμπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στουμπώνω < στούμπος + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

στουμπώνω

  1. άλλη μορφή του στουπώνω.
  2. το κοπάνισμα ενός πράγματος στο γουδί μέχρι να τριφτεί

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]