στράπον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αγγλικά: strap-on, strap on, strap-on dildo, strapon ή dildo harness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός στράπον ή στράπονς)

προσδεόμενος δονητής, προσδεόμενος πλαστικός φαλλός

Συνώνυμα[επεξεργασία]