στράπον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία el

[επεξεργασία]

αγγλικά: strap-on, strap on, strap-on dildo, strapon ή dildo harness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ουδέτερο άκλιτο (πληθυντικός στράπον ή στράπονς)

προσδεόμενος δονητής, προσδεόμενος πλαστικός φαλλός

Συνώνυμα

[επεξεργασία]