φαλλός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φαλλός | οι | φαλλοί |
γενική | του | φαλλού | των | φαλλών |
αιτιατική | τον | φαλλό | τους | φαλλούς |
κλητική | φαλλέ | φαλλοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαλλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαλλός [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλλός αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το ανδρικό γεννητικό μόριο ή όργανο, το πέος
- (στην αρχαιότητα) → δείτε τη λέξη φαλλός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φαλλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φαλλός | οἱ | φαλλοί |
γενική | τοῦ | φαλλοῦ | τῶν | φαλλῶν |
δοτική | τῷ | φαλλῷ | τοῖς | φαλλοῖς |
αιτιατική | τὸν | φαλλόν | τοὺς | φαλλούς |
κλητική ὦ! | φαλλέ | φαλλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαλλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαλλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαλλός αρσενικό
- (ανθρώπινο σώμα) το πέος, ο φαλλός
- μεγάλου μεγέθους ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου σε στύση, που περιφερόταν σε πομπές εορτών προς τιμήν του Βάκχου
Παράγωγα
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
φαλλ-
φαλλ-
- ἐπίφαλλος
- φαλλαγωγεῖον
- φαλλαγώγια
- φαλλαγωγία
- φάλλαινα
- φάλλη
- φαλληφορέω
- φαλληφόρια (ουδέτερο πληθυντικός)
- φαλλήν
- φαλλικός
- φαλλίον (διαλεκτικό, επίδραση θρακοφρυγική)
- φαλλοβάτης
- φαλλοφορέω
- φαλλόφορος
- ἰθυφαλλικός
- ἰθύφαλλος
- πιφαλλίς
- σαρδανάφαλλος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- φαλλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φαλλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)