φάλαινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάλαινα | οι | φάλαινες |
γενική | της | φάλαινας | των | φαλαινών |
αιτιατική | τη | φάλαινα | τις | φάλαινες |
κλητική | φάλαινα | φάλαινες | ||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φάλαινα < ελληνιστική κοινή φάλαινα < αρχαία ελληνική φάλλαινα[1] που σχετίζεται με τη λέξη φαλλός λόγω της ομοιότητας του σχήματος[2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάλαινα θηλυκό
- (ζωολογία) μεγαλόσωμο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των κητωδών και ζει στις ανοιχτές θάλασσες
- (μεταφορικά) ο πολύ χοντρός και δυσκίνητος άνθρωπος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- φάλλαινα (ετυμολογική γραφή, κατά την αρχαία ελληνική)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φάλαινα
[επεξεργασία]
- ↑ «φάλαινα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φάλαινα θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) ελληνιστική γραφή του φάλλαινα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή