kit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (en)
- κιτ, σετ συναρμολόγησης (παιχνίδι, έπιπλο, ... το οποίο παραδίδεται σε κομμάτια)
- γατάκι (συντομευμένη μορφή του kitten)
- (ΗΒ) (αργκό) ρούχο
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (fr)
- κιτ, κάτι έτοιμο να συναρμολογηθεί (παιχνίδι, έπιπλο, ...).
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (bs)
Σλοβενικά (sl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kit (sl) αρσενικό