kitten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
kitten kittens

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kitten (en)

  • το γατάκι
    The kitten tangled up my thread.
    Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.

Πηγές[επεξεργασία]