penis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penis < (λόγιο δάνειο) λατινική penis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

penis (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penis < (λόγιο δάνειο) λατινική penis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

penis (tr)

Κλίση[επεξεργασία]