βάλανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάλανος οι βάλανοι
      γενική της βαλάνου των βαλάνων
    αιτιατική τη βάλανο τις βαλάνους
     κλητική βάλανε βάλανοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βάλανος στο νούμερο 6

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάλανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάλανος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάλανος θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βάλανος αἱ βάλανοι
      γενική τῆς βαλάνου τῶν βαλάνων
      δοτική τῇ βαλάν ταῖς βαλάνοις
    αιτιατική τὴν βάλανον τὰς βαλάνους
     κλητική ! βάλανε βάλανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βαλάνω
γεν-δοτ τοῖν  βαλάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάλανος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷlh₂eno-. Συγγενή: λατινική glans, παλαιά αρμενική կաղին, πρωτοσλαβική γλώσσα *želǫdь [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάλανος θηλυκό

  1. βελανίδι
  2. (δέντρο) βελανιδιά
  3. κάτι που μοιάζει με βελανίδι, όπως:
    1. (ανατομία) το άκρο του πέους, αυτό που συνήθως καλύπτεται από την ακροποσθία
    2. εξάρτημα της αμπάρας της θύρας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]