Μετάβαση στο περιεχόμενο

falo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
falo < fal + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική falofaloj
αιτιατική falonfalojn

falo (eo)

falo de densa neĝo sur la urbo
πτώση πυκνού χιονιού (πυκνή χιονόπτωση) πάνω στην πόλη