falo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | falo | faloj |
αιτιατική | falon | falojn |
falo (eo)
- η πτώση
- falo de densa neĝo sur la urbo
- πτώση πυκνού χιονιού (πυκνή χιονόπτωση) πάνω στην πόλη