στραβομύττης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στραβομύττης < από το στραβή + μύτη που γραφόταν και μούττη και μούτη < (ελληνιστική κοινή) μύτις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στραβομύττης και ἀθότυρον

  • αυτός που είχε στραβή μύτη