στριπτήζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στριπτήζ ουδέτερο άκλιτο
- (παρωχημένο) μη απλοποιημένη γραφή του στριπτίζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στριπτήζ
→ δείτε τη λέξη στριπτίζ |