συβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συβάζω < συμβιβάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]συβάζω (παθητική φωνή: συβάζομαι)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του συμβιβάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συβάζω | σύβαζα | θα συβάζω | να συβάζω | συβάζοντας | |
β' ενικ. | συβάζεις | σύβαζες | θα συβάζεις | να συβάζεις | σύβαζε | |
γ' ενικ. | συβάζει | σύβαζε | θα συβάζει | να συβάζει | ||
α' πληθ. | συβάζουμε | συβάζαμε | θα συβάζουμε | να συβάζουμε | ||
β' πληθ. | συβάζετε | συβάζατε | θα συβάζετε | να συβάζετε | συβάζετε | |
γ' πληθ. | συβάζουν(ε) | σύβαζαν συβάζαν(ε) |
θα συβάζουν(ε) | να συβάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σύβασα | θα συβάσω | να συβάσω | συβάσει | ||
β' ενικ. | σύβασες | θα συβάσεις | να συβάσεις | σύβασε | ||
γ' ενικ. | σύβασε | θα συβάσει | να συβάσει | |||
α' πληθ. | συβάσαμε | θα συβάσουμε | να συβάσουμε | |||
β' πληθ. | συβάσατε | θα συβάσετε | να συβάσετε | συβάστε | ||
γ' πληθ. | σύβασαν συβάσαν(ε) |
θα συβάσουν(ε) | να συβάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συβάσει | είχα συβάσει | θα έχω συβάσει | να έχω συβάσει | ||
β' ενικ. | έχεις συβάσει | είχες συβάσει | θα έχεις συβάσει | να έχεις συβάσει | ||
γ' ενικ. | έχει συβάσει | είχε συβάσει | θα έχει συβάσει | να έχει συβάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συβάσει | είχαμε συβάσει | θα έχουμε συβάσει | να έχουμε συβάσει | ||
β' πληθ. | έχετε συβάσει | είχατε συβάσει | θα έχετε συβάσει | να έχετε συβάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συβάσει | είχαν συβάσει | θα έχουν συβάσει | να έχουν συβάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συβάζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- συβάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)