συγκατοικήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συγκατοικήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του συγκατοίκηση
- εναλλακτικά: συγκατοίκησης
συγκατοικήσεως θηλυκό