συγκλείσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
συγκλείσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του σύγκλειση
- εναλλακτικά: σύγκλεισης
Δείτε: συγκλείσεως, συγκλήσεως, συγκλίσεως, συγκλύσεως |
συγκλείσεως θηλυκό