συγκρουομένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
συγκρουομένων και συγκρουόμενων
- γενική πληθυντικού του συγκρουόμενος
- γενική πληθυντικού του συγκρουόμενη και συγκρουομένη
- γενική πληθυντικού του συγκρουόμενο