συγκρουστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συγκρουστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συγκρούομαι
- θα συγκρουστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συγκρούομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος συγκρούομαι