συθέμελα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Από το επίθετο συθέμελος
Επίρρημα
[επεξεργασία]συθέμελα
- Το σπίτι σείστηκε συθέμελα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συθέμελα
|