θεμέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θεμέλιο | τα | θεμέλια |
γενική | του | θεμελίου & θεμέλιου |
των | θεμελίων |
αιτιατική | το | θεμέλιο | τα | θεμέλια |
κλητική | θεμέλιο | θεμέλια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεμέλιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο θεμέλιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θeˈme.li.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεμέλιο ουδέτερο
- η υλική βάση ενός κτίσματος
- (μεταφορικά) αυτό στο οποίο στηρίζεται κάποιος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εκ θεμελίων : από τη βάση, συθέμελα
- έχω γερά θεμέλια : έχω στέρεες βάσεις (σε γνώσεις, αξίες κ.λπ.)
- ρίχνω τα θεμέλια : τοποθετώ τις βάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα, όπου θα οικοδομηθεί ένα κτίσμα