συκοφαντέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  συκοφαντῶ   συκοφαντοῦμαι 
Παρατατικός  ἐσυκοφάντουν   ἐσυκοφαντούμην 
Μέλλοντας  συκοφαντήσω   συκοφαντηθήσομαι 
Αόριστος  ἐσυκοφάντησα   ἐσυκοφαντήθην 
Παρακείμενος  σεσυκοφάντηκα   σεσυκοφάντημαι 
Υπερσυντέλικος  σεσυκοφαντημένος ἦν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συκοφαντέω < συκοφάντης και jω

Ρήμα[επεξεργασία]

συκοφαντέω συκοφαντῶ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • το συκοφάντημα
  • ἡ συκοφάντησις


Σημειώσεις[επεξεργασία]

Κατά την αρχαιότητα, οι συκοφάντες ήταν οι εκτιμητές της αναμενόμενης παραγωγής σύκων, που ήταν σημαντικά για το κρατικό ταμείο. Η παλαιότερη θεωρία ότι ο συκοφάντης ήταν αυτός που φανέρωνε ποιος εξάγει παρανόμως σύκα και εσκεμμένα δυσφήμιζε κάποιους παραγωγούς, μάλλον αμφισβητείται πλέον και θεωρείται επινόημα.